- ἀντιπελάργωσις
- ἀντιπελάργωσιςcherish in turnfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπελάργωσις — ἀντιπελάργωσις, η (AM) [πελαργώ] ανταπόδοση στοργικής φροντίδας … Dictionary of Greek
ἀντιπελάργωσιν — ἀντιπελάργωσις cherish in turn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)